τόνγκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα τόνγκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόνγκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]