τόνγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τόνγκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο
- (γλώσσα) πολυνησιακή γλώσσα που μιλιέται στις νήσους Τόνγκα
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Γλώσσα τόνγκα |
τόνγκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο