гора
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
гора (bg)
- το δάσος
Ουκρανικά (uk) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
гора (uk) θηλυκό
Ρωσικά (ru) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
гора (ru)