Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Τοκ πίσιν
(tpi)
Εναλλαγή Τοκ πίσιν
(tpi)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
maunten
10 γλώσσες
English
Suomi
Kurdî
Latina
Malagasy
Polski
Sängö
Српски / srpski
Tok Pisin
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Τοκ πίσιν
(tpi)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
maunten
<
αγγλική
mountain
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
maunten
(tpi)
βουνό
,
όρος
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (τοκ πίσιν)
Γλώσσα τοκ πίσιν
Ουσιαστικά (τοκ πίσιν)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
maunten
10 γλώσσες
Προσθήκη θέματος