sero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sero < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sero
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (sero, sevi, satum, serere)
|
Παπιαμέντο (pap) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sero