sero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sero

  1. σπέρνω
  2. φυτεύω
  3. παράγω
  4. ιδρύω, δημιουργώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sero