παράγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράγω (δημιουργώ, αρχαία σημασία: οδηγώ στο πλάι)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (παρά) παρ- + άγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐γω
Ρήμα[επεξεργασία]
παράγω, πρτ.: παρήγα, αόρ.: παρήγαγα, παθ.φωνή: παράγομαι, π.αόρ.: παράχθηκα/παρήχθη(γ')
- βγάζω, εκκρίνω
- ↪ οι ωοθήκες παράγουν οιστρογόνα
- ↪ το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα
- ↪ τα αυτοκίνητα και οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης παράγουν καυσαέρια
- δημιουργώ, παρασκευάζω, κατασκευάζω (κάποιο προϊόν ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας) κατά συνεχή τρόπο
- ↪ πουλούν το λάδι που παράγουν οι ίδιοι από τις ελιές τους
- ↪ η Κρήτη και η Πελοπόννησος παράγουν λάδι, η Κορινθία σταφίδα και εσπεριδοειδή και ο θεσσαλικός κάμπος σιτηρά
- ↪ η Ιαπωνία παράγει ηλεκτρονικές συσκευές
- (φυσική) έχω (κάποιο φαινόμενο ως αποτέλεσμα), προξενώ (ένα φαινόμενο)
- (χημεία) έχω ως προϊόν μιας αντίδρασης (κάποια ένωση ή ουσία)
- (μεταφορικά) ως σχήμα υπερβολής, για να δοθεί έμφαση στις αιτίες ή τα αποτελέσματα ενός φαινομένου: έχω κάτι ως αποτέλεσμα, προξενώ ή προκαλώ (κάποιο αποτέλεσμα), είμαι η αιτία (κάποιου αποτελέσματος)
- ↪ η οικονομική ανέχεια παράγει μετανάστες
- (γραμματική) έχω ως πηγή ή ρίζα, προέρχομαι, είμαι το αποτέλεσμα συνένωσης
[επεξεργασία]
- αναπαράγω & συγγενικά
- αντιπαραγωγικός
- παραγόμενος
- παράγοντας
- παραγοντίσκος
- παραγοντισμός
- παραγωγή, -παραγωγή Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -παραγωγή στο Βικιλεξικό
- παραγωγικός
- παραγωγικότητα
- παραγωγός, -παραγωγός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -παραγωγός στο Βικιλεξικό
- παράγωγος
- συμπαραγωγή
- συμπαραγωγός
- υπερπαραγωγή
Κλίση[επεξεργασία]
- και εξαρτημένος τύπος παράξω
- τρίτα πρόσωπα παθητικού αορίστου: παρήχθη, παρήχθησαν
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ παράγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παράγω
- οδηγώ πλαγίως
- οδηγώ έξω
- οδηγώ πλησίον, κοντά σε κάτι άλλο
- εισάγω
- παρουσιάζω
- παράγω
- παρατάσσω σε γραμμή, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο
- φέρνω στη σκηνή
- παραπλανώ, εξαπατώ, διαστρέφω
- παρασύρω
- (αμετάβατο) διαβαίνω, παρέρχομαι
- (αμετάβατο) εκλείπω
- (αμετάβατο) αργοπορώ
- (παθητικό) παρασύρομαι, πείθομαι, με παρακινούν
- μπαίνω κάπου κρυφά
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- παράγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)