υπερβολή
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | υπερβολή | υπερβολές |
γενική | υπερβολής | υπερβολών |
αιτιατική | υπερβολή | υπερβολές |
κλητική | υπερβολή | υπερβολές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβολή < αρχαία ελληνική ὑπερβολή < ὑπερβάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερβολή θηλυκό
- η ενέργεια του υπερβάλλω· η υπέρβαση του μέτρου
- η υπερβολη στο φαγητό και το πιοτό μπορεί να αποδειχτεί επιζήμια για την υγεία
- όλοι στολίζουμε το σπίτι μας την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά καλό είναι να αποφεύγουμε τις υπερβολές
- (γραμματική) σχήμα λόγου κατά το οποίο περιγράφεται κάτι με χαρακτηριστικό μεγαλύτερο, πιο έντονο, πιο δυνατό κλπ. από όσο πραγματικά έχει, για να δοθεί έμφαση στο χαρακτηριστικό εκείνο
- ανακριβής μεγέθυνση συστατικών νοημάτων περιγραφής
- (μεταφορικά) μεταφορική χρήση για έμφαση
- Θα μπορούσα να κοιμάμαι για βδομάδες λόγω υπερκόπωσης χωρίς υπερβολή!
- (μαθηματικά) καμπύλη στο καρτεσιανό επίπεδο που αποτελείται από τα σημεία που ικανοποιούν την εξίσωση
-
- με τη συνθήκη
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβολή