υπερβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερβολή[1] < ὑπερβάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peɾ.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐βο‐λή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερβολή θηλυκό
- η ενέργεια του υπερβάλλω· η υπέρβαση του μέτρου
- ↪ η υπερβολή στο φαγητό και το πιοτό μπορεί να αποδειχτεί επιζήμια για την υγεία
- ↪ όλοι στολίζουμε το σπίτι μας την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά καλό είναι να αποφεύγουμε τις υπερβολές
- (γραμματική) σχήμα λόγου κατά το οποίο περιγράφεται κάτι με χαρακτηριστικό μεγαλύτερο, πιο έντονο, πιο δυνατό από όσο πραγματικά έχει, για να δοθεί έμφαση στο χαρακτηριστικό εκείνο
- ανακριβής μεγέθυνση συστατικών νοημάτων περιγραφής
- (μεταφορικά) μεταφορική χρήση για έμφαση
- ↪ Θα μπορούσα να κοιμάμαι για βδομάδες λόγω υπερκόπωσης χωρίς υπερβολή!
- (γεωμετρία) καμπύλη στο καρτεσιανό επίπεδο που αποτελείται από τα σημεία που ικανοποιούν την εξίσωση
- ↪
- με τη συνθήκη
- ↪
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις υπέρ, βολή και βάλλω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβολή
[επεξεργασία]
- ↑ υπερβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)