υπερβολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβολικός < (ελληνιστική κοινή) ὑπερβολικός < ὑπέρ + βάλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερβολικός, -ή, -ό
- που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια ως προς την ποσότητα ή την ένταση
- στο κέντρο έχει συνήθως υπερβολική φασαρία
- μεγαλύτερος από το επιτρεπτό ή από το ανεκτό
- πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών
- (για πρόσωπο) που υπερβάλλει μιλώντας
- μη γίνεσαι υπερβολικός
- που αναφέρεται στη γεωμετρική υπερβολή
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια
που υπερβάλλει
που αναφέρεται στη γεωμετρία