extrême
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extrême | extrêmes |
extrême (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]extrême (fr) αρσενικό
- η ακρότητα