exaggerated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός exaggerated
συγκριτικός more exaggerated
υπερθετικός most exaggerated

exaggerated (en)

  • υπερβολικός, που φαίνεται να είναι μεγαλύτερο, καλύτερο, χειρότερο ή πιο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι ή πρέπει να είναι
    I don’t really believe him, he always has exaggerated descriptions.
    Δεν τον πολύ πιστεύω, είναι πάντα υπερβολικός στις περιγραφές του.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

exaggerated (en)

Πηγές[επεξεργασία]