exaggerate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exaggerate < λατινική exaggeratus < exaggerare < ex + aggerare
Ρήμα[επεξεργασία]
exaggerate (en)