Μετάβαση στο περιεχόμενο

exaggerate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας exaggerate
γ΄ ενικό ενεστώτα exaggerates
αόριστος exaggerated
παθητική μετοχή exaggerated
ενεργητική μετοχή exaggerating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exaggerate < λατινική exaggeratus < exaggerare < ex + aggerare

exaggerate (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, υπερτονίζω, κάνω κάτι να φαίνεται μεγαλύτερο, καλύτερο, χειρότερο ή πιο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι
      He has the tendency to exaggerate.
    Έχει την τάση να υπερβάλλει.
      He exaggerates his successes to impress.
    Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
      Don’t exaggerate because we won’t believe you.
    Μην τα παραλές γιατί δεν σε πιστεύουμε.
      The importance of private initiative should not be exaggerated.
    Δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]