υπερβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπερβάλλω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερβάλλω < αρχαία ελληνική ὑπερβάλλω < ὑπέρ + βάλλω

υπερβάλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]