υπερβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερβάλλω < αρχαία ελληνική ὑπερβάλλω < ὑπέρ + βάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]υπερβάλλω
- φέρομαι με τρόπο υπερβολικό, μεγαλοποιώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπερβάλλων
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και βάλλω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερβάλλω | υπερέβαλλα | θα υπερβάλλω | να υπερβάλλω | υπερβάλλοντας | |
β' ενικ. | υπερβάλλεις | υπερέβαλλες | θα υπερβάλλεις | να υπερβάλλεις | υπέρβαλλε | |
γ' ενικ. | υπερβάλλει | υπερέβαλλε | θα υπερβάλλει | να υπερβάλλει | ||
α' πληθ. | υπερβάλλουμε | υπερβάλλαμε | θα υπερβάλλουμε | να υπερβάλλουμε | ||
β' πληθ. | υπερβάλλετε | υπερβάλλατε | θα υπερβάλλετε | να υπερβάλλετε | υπερβάλλετε | |
γ' πληθ. | υπερβάλλουν(ε) | υπερέβαλλαν υπερβάλλαν(ε) |
θα υπερβάλλουν(ε) | να υπερβάλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερέβαλα | θα υπερβάλω | να υπερβάλω | υπερβάλει | ||
β' ενικ. | υπερέβαλες | θα υπερβάλεις | να υπερβάλεις | υπέρβαλε | ||
γ' ενικ. | υπερέβαλε | θα υπερβάλει | να υπερβάλει | |||
α' πληθ. | υπερβάλαμε | θα υπερβάλουμε | να υπερβάλουμε | |||
β' πληθ. | υπερβάλατε | θα υπερβάλετε | να υπερβάλετε | υπερβάλτε | ||
γ' πληθ. | υπερέβαλαν υπερβάλαν(ε) |
θα υπερβάλουν(ε) | να υπερβάλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερβάλει | είχα υπερβάλει | θα έχω υπερβάλει | να έχω υπερβάλει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερβάλει | είχες υπερβάλει | θα έχεις υπερβάλει | να έχεις υπερβάλει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερβάλει | είχε υπερβάλει | θα έχει υπερβάλει | να έχει υπερβάλει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερβάλει | είχαμε υπερβάλει | θα έχουμε υπερβάλει | να έχουμε υπερβάλει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερβάλει | είχατε υπερβάλει | θα έχετε υπερβάλει | να έχετε υπερβάλει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερβάλει | είχαν υπερβάλει | θα έχουν υπερβάλει | να έχουν υπερβάλει |
|