μεγαλοποιώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]μεγαλοποιώ
- (μεταβατικό) περιγράφω κάτι υπερβάλλοντας ως προς τη σημασία του, δίνω σε κάτι σημασία δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την αξία του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλοποιώ
|