υπέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπέρ, υπερ-, εἴπερ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπέρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρ & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pour[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpeɾ/

Πρόθεση

[επεξεργασία]

υπέρ

  1. (+ αιτιατική) πιο πολύ, πιο πάνω
    ⮡  υπέρ το δέον (παραπάνω απ' όσο χρειάζεται)
  2. (+ γενική) για να υπερασπιστεί κάποιος κάτι
    ⮡  ψήφισε υπέρ της ιδέας
    ⮡  Είστε υπέρ ή κατά;
  3. ως πρώτο συνθετικό → δείτε τη λέξη υπερ-

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]