υπέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέρ < αρχαία ελληνική ὑπέρ
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
υπέρ
- (+ αιτιατική) πιο πολύ, πιο πάνω
- υπέρ το δέον (παραπάνω από όσο χρειάζεται)
- (+ γενική) για να υπερασπιστεί κάποιος κάτι
- Ψήφισε υπέρ της ιδέας.
- Είστε υπέρ ή κατά;
- ως πρώτο συνθετικό δίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των λεξων την έννοια της υπερβολής, του περισσότερου από το μέτριο ή από ένα όριο αναφοράς και σπανίως δινει την έννοια της υπεράσπισης ή του τοπικού υπεράνω ή παραπέρα
- υπερτροφικός, υπερτρίχωση, υπερωκεάνιο υπερρεαλισμός, υπέρογκος (υπερβολή)
- υπερώα (ο ουρανίσκος), υπερώο (ο εξώστης), υπερσιβηρικός, υπερυψώνω (τοπικό)
- υπεραμύνομαι, υπερασπίζομαι, υπερψηφίζω (υπεράσπιση)