exagéré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exagéré < exagérer
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛɡ.za.ʒe.ʁe/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exagéré | exagérés |
θηλυκό | exagérée | exagérées |
exagéré (fr)