hyperbole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hyperbole (en)
- η υπερβολή
- (σχήμα λόγου) το σχήμα λόγου της υπερβολής
- (μαθηματικά) η υπερβολή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hyperbole | hyperboles |
hyperbole (fr) θηλυκό
- η υπερβολή
- (μαθηματικά) η υπερβολή