Μετάβαση στο περιεχόμενο

emphase

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
emphase emphases

emphase (fr) θηλυκό