centre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Centre, centré, centrē

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

centre < άμεσο δάνειο από τη μέση γαλλική centre < λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsen.tər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈsen.t̬ɚ/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: cen‐tre
ομόηχα: center, sinner

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
centre centres

centre (en) (βρετανική γραφή) & center (αμερικανική γραφή)

  1. (μαθηματικά) το κέντρο (του κύκλου, της σφαίρας), το μέσο ευθυγράμμου τμήματος
  2. (μεταφορικά) το κέντρο
    the centre of attention - το κέντρο της προσοχής
     συνώνυμα: focus
  3. το κέντρο, κτίριο που συγκεντρώνει πολλές ομοειδείς δραστηριότητες
  4. το κέντρο, η εστία, η περιοχή ενός σώματος που απέχει εξίσου από τα άκρα του
    the centre of a fire - η εστία μιας πυρκαγιάς

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας centre
γ΄ ενικό ενεστώτα centres
αόριστος centred
παθητική μετοχή centred
ενεργητική μετοχή centring, centreing

centre (en) (βρετανική γραφή) και center (αμερικανική γραφή)

  1. (μεταβατικό) κεντράρω
  2. (αμετάβατο) επικεντρώνω, εστιάζω σε κάτι
     συνώνυμα: concentrate, focus on

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. centre - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

Πηγές[επεξεργασία]

  • centre - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338-339. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εστία



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
centre centres

Ετυμολογία [επεξεργασία]

centre < άμεσο δάνειο από τη λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɑ̃tʁ/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

centre (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) το κέντρο (του κύκλου, της σφαίρας)
  2. το κεντρικό σημείο, το μέσο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]


Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

centre (eo)