κέντρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κέντρον | τὰ | κέντρᾰ |
γενική | τοῦ | κέντρου | τῶν | κέντρων |
δοτική | τῷ | κέντρῳ | τοῖς | κέντροις |
αιτιατική | τὸ | κέντρον | τὰ | κέντρᾰ |
κλητική ὦ! | κέντρον | κέντρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέντρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κέντροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κέντρον < κεντέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κέντρον ουδέτερο
- κάθε αιχμηρό αντικείμενο που χρησιμεύει για κέντρισμα ζώου, κεντρί
- δεινόν προς κέντρα λακτίζειν
- ≈ συνώνυμα: βουπλήξ, βούκεντρον
- παρακίνηση, παρόρμηση
- όργανο βασανισμού
- αιχμή του δόρατος
- κέντρο στροβίλου
- κεντρί εντόμων
- τμήμα του ποδιού του κόκορα, με το οποίο χτυπάει
- το αγκάθι του θαλασσινού ζώου τοξότης
- το ανδρικό μόριο
- το σταθερό σκέλος του διαβήτη
- καρφί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- κέντρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέντρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)