κέντρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | κέντρον | κέντρω | κέντρα |
Γενική | κέντρου | κέντροιν | κέντρων |
Δοτική | κέντρῳ | κέντροιν | κέντροις |
Αιτιατική | κέντρον | κέντρω | κέντρα |
Κλητική | κέντρον | κέντρω | κέντρα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέντρον < κεντέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέντρον ουδέτερο
- κάθε αιχμηρό αντικείμενο που χρησιμεύει για κέντρισμα ζώου, κεντρί
- δεινόν προς κέντρα λακτίζειν
- ≈ συνώνυμα: βουπλήξ, βούκεντρον
- παρακίνηση, παρόρμηση
- όργανο βασανισμού
- αιχμή του δόρατος
- κέντρο στροβίλου
- κεντρί εντόμων
- τμήμα του ποδιού του κόκορα, με το οποίο χτυπάει
- το αγκάθι του θαλασσινού ζώου τοξότης
- το ανδρικό μόριο
- το σταθερό σκέλος του διαβήτη
- καρφί