παρόρμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρόρμηση | οι | παρορμήσεις |
γενική | της | παρόρμησης* | των | παρορμήσεων |
αιτιατική | την | παρόρμηση | τις | παρορμήσεις |
κλητική | παρόρμηση | παρορμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρορμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρόρμηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρόρμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική παρορμέω < παρ- + ὁρμή & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impulsion [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾoɾ.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρόρ‐μη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρόρμηση θηλυκό
- έντονη, ακατανίκητη τάση για εκτέλεση διαφόρων πράξεων
- ↪ Οι παρορμήσεις αποτελούν συχνή εκδήλωση διαφόρων νευρικών και ψυχικών παθήσεων.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις παρά και ορμή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παρόρμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)