Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρόρμηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρόρμηση οι παρορμήσεις
      γενική της παρόρμησης* των παρορμήσεων
    αιτιατική την παρόρμηση τις παρορμήσεις
     κλητική παρόρμηση παρορμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρορμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρόρμηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρόρμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική παρορμέω < παρ- + ὁρμή & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impulsion [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾoɾ.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρόρμηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρόρμηση θηλυκό

  • η έντονη, ακατανίκητη τάση για εκτέλεση διαφόρων πράξεων
      Οι παρορμήσεις αποτελούν συχνή εκδήλωση διαφόρων νευρικών και ψυχικών παθήσεων.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις παρά και ορμή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]