παρορμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρορμητικός < (ελληνιστική κοινή) παρορμητικός < παρορμῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική impulsif)
Επίθετο[επεξεργασία]
παρορμητικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρορμητικός αρσενικό (θηλυκό: παρορμητική)
- αυτός που δρα με παρόρμηση
[επεξεργασία]
- παρορμητικά
- παρορμητικώς
- → δείτε τις λέξεις παρόρμηση και ορμώ