pulsion
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| pulsion | pulsions |
pulsion (fr) θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| pulsion | pulsions |
pulsion (fr) θηλυκό