ορμή
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ορμή | ορμές |
γενική | ορμής | ορμών |
αιτιατική | ορμή | ορμές |
κλητική | ορμή | ορμές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορμή < αρχαία ελληνική ὁρμή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορμή θηλυκό
- η κίνηση με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένο σημείο
- (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ισούται με το γινόμενο της μάζας ενός αντικειμένου επί την ταχύτητά του και συμβολίζεται διεθνώς με το λατινικό γράμμα p
- πρωταρχική ψυχική δύναμη που ωθεί έναν ζωντανό οργανισμό προς ενέργειες που αποσκοπούν στην επιβίωση, την αναπαραγωγή του είδους κλπ, ένστικτο
- κάποια φάρμακα γι' αυτό το σκοπό επιφέρουν σοβαρές παρενέργειες, όπως μόνιμη μείωση παραγωγής σπέρματος και πτώση της σεξουαλικής ορμής[1]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορμή