fougue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fougue fougues

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fougue < ιταλική foga < λατινική fuga

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fougue (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]