ορμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορμητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρμητικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.mi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐μη‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ορμητικός, -ή, -ό
- γεμάτος ορμή
- ※ Πώς να καταλαγιάσεις ένα ποτάμι που κυλάει ορμητικό, γίνεται; (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ορμητικά (επίρρημα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ορμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)