ορμητικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]ορμητικά
- με ορμητικό τρόπο, με ορμητικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορμητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ορμητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ορμητικός