impétueux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- impétueux < δημώδης λατινική impetuosus < impetus, ορμή, επίθεση
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impétueux | impétueux |
θηλυκό | impétueuse | impétueuses |
impétueux (fr) αρσενικό
- ορμητικός, ακάθεκτος, χειμαρρώδης
- που φέρεται γρήγορα και βίαια