διαβήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαβήτης | οι | διαβήτες |
γενική | του | διαβήτη | των | διαβητών |
αιτιατική | τον | διαβήτη | τους | διαβήτες |
κλητική | διαβήτη | διαβήτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διαβήτης < αρχαία ελληνική διαβήτης < διαβαίνω < διά + βαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðʝa.ˈvi.tis/ και /ði.a.ˈvi.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβήτης αρσενικό
- όργανο που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία για τη χάραξη κύκλων
- (ιατρική) μεταβολική πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αυξημένη παρουσία σακχάρου στο αίμα και οφείλεται σε ελλιπή έκκριση ινσουλίνης
- ≈ συνώνυμα: ζάχαρο, σακχαροδιαβήτης, σακχαρώδης διαβήτης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με τον διαβήτη: με ακρίβεια
[επεξεργασία]
- διαβητικός
- διαβητολογία
- διαβητολόγος
- → δείτε τις λέξεις διαβαίνω, διά και βαίνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
διαβήτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωμετρικό όργανο
πάθηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβήτης < διαβαίνω (επειδή μοιάζει με τα πόδια κάποιου που "διαβαίνει" κάτι)
- διαβήτης < διαβαίνω (επείδη το ένα άκρο του οργάνου βαίνει από σημείο σε σημείο διά μέσω του άλλου σταθερού ακρου)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβήτης αρσενικό