διαβήτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαβήτης | οι | διαβήτες |
| γενική | του | διαβήτη | των | διαβητών |
| αιτιατική | τον | διαβήτη | τους | διαβήτες |
| κλητική | διαβήτη | διαβήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
[επεξεργασία]διαβήτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβήτης < διαβαίνω < δια- + βαίνω (επειδή το σχήμα μοιάζει με τεντωμένα σκέλη
- για την ασθένεια: < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαβήτης (επειδή ο ασθενής πρέπει να έχει τεντωμένα πόδια) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðʝaˈvi.tis/ και /ði̯aˈvi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βή‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβήτης αρσενικό
- (γεωμετρία) όργανο που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία για τη χάραξη κύκλων
- (ιατρική) μεταβολική πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αυξημένη παρουσία σακχάρου στο αίμα και οφείλεται σε ελλιπή έκκριση ινσουλίνης
- ≈ συνώνυμα: ζάχαρο, σακχαροδιαβήτης, σακχαρώδης διαβήτης
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
διαβήτης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαβήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διαβήτης | οἱ | διαβῆται |
| γενική | τοῦ | διαβήτου | τῶν | διαβητῶν |
| δοτική | τῷ | διαβήτῃ | τοῖς | διαβήταις |
| αιτιατική | τὸν | διαβήτην | τοὺς | διαβήτᾱς |
| κλητική ὦ! | διαβῆτᾰ | διαβῆται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαβήτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαβήταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβήτης < διαβαίνω (επειδή μοιάζει με τα πόδια κάποιου που "διαβαίνει" κάτι)
- διαβήτης < διαβαίνω (επείδη το ένα άκρο του οργάνου βαίνει από σημείο σε σημείο διά μέσω του άλλου σταθερού ακρου)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβήτης αρσενικό
- διαβήτης
- (ελληνιστική σημασία) η ασθένεια διαβήτης
Πηγές
[επεξεργασία]- διαβήτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβήτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση της ομάδας 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)