περγέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περγέλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) διαβήτης (όργανο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περγέλι
|