αίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αίμα | τα | αίματα |
γενική | του | αίματος | των | αιμάτων |
αιτιατική | το | αίμα | τα | αίματα |
κλητική | αίμα | αίματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αίμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἷμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.ma/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αίμα ουδέτερο
- (ανατομία) το υγρό με κόκκινο χρώμα που κυκλοφορεί μέσα στο σώμα του ανθρώπου κι άλλων ζώων (στα έντομα είναι κίτρινο) μέσω της καρδιάς, των αρτηριών και των φλεβών κι εξυπηρετεί πλήθος ζωτικών λειτουργιών, κυρίως την οξυγόνωση του εγκεφάλου και τη μεταφορά ουσιών
- (πληθυντικός) αίματα: μεγάλη ποσότητα αίματος [1]
- (συνεκδοχικά) η ανθρώπινη ζωή
- ↪ έδωσε το αίμα του για την πατρίδα
- η στενή βιολογική συγγένεια και ο συγγενής
- ↪ έχουμε το ίδιο αίμα
- ↪ είσαι αίμα μου
- η βιολογική φύση, η κληρονομικότητα, η φυσική ροπή, στην οποία αποδίδονται κάποια χαρακτηριστικά ή ιδιότητες
- ↪ το 'χει στο αίμα του
- ↪ είναι στο αίμα του να σκοτώνει
- (μεταφορικά) ο βίαιος θάνατος, το φονικό, το μακελειό
- ↪ διψάει για αίμα
- (μεταφορικά) ο υπερβολικός κόπος και μόχθος
- ↪ το έχτισα με το αίμα μου
- οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε ένα έθνος ή μια φυλή, η καταγωγή
- ↪ ελληνικό αίμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία](Χρειάζεται να μεταφερθούν οι ορισμοί στα λήμματα των εκφράσεων)
- αίμα του Χριστού / Κυρίου : η Θεία Μετάληψη
- ανάβουν τα αίματα : αυξάνεται η ένταση, δημιουργείται εκρηκτική κατάσταση → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- ανάλυση / εξέταση αίματος : η ιατρική εξέταση του αίματος με σκοπό να ερευνηθεί η ποιότητα και η σύστασή του
- ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι: θυμώνω, οργίζομαι → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- βάζω αίμα : δυναμώνω
- βγάζω αίμα: βασανίζομαι
- βράζει το αίμα (μου): έχω ενεργητικότητα και δύναμη (λέγεται συνήθως για τους νέους ανθρώπους)
- δεν έχω / δεν κυλάει αίμα μέσα μου: δείχνω ψυχρότητα ή απάθεια
- εξ αίματος : για βιολογική συγγένεια (αντίθετο: εξ αγχιστείας)
- θα σου πιω το αίμα : γενικά απειλή φόνου
- κόβω το αίμα, κόπηκε το αίμα του: ακινησία σε τρόμο
- μετάγγιση αίματος : η μεταφορά αίματος ενός ανθρώπου στο κυκλοφοριακό σύστημα άλλου ανθρώπου που το έχει ανάγκη (π.χ. λόγω αιμορραγίας, αναιμίας κ.ά.)
- νέο αίμα: το νέο πρόσωπο σε μια ομάδα που πιστεύεται ότι μπορεί να την ανανεώσει και να την ενδυναμώσει
- ομάδα αίματος: η κατηγορία του αίματος ανάλογα με την παρουσία ή απουσία ορισμένων αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Είναι γνωστές με τα ονόματα Α, Β, ΑΒ και 0
- όρκος αίματος : όρκος που έχει σφραγιστεί με αίμα
- παγώνει το αίμα (στις φλέβες μου): νιώθω έντονο φόβο για κάτι που συμβαίνει ξαφνικά → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- παίρνω πίσω το αίμα (μου): παίρνω εκδίκηση ή ικανοποίηση
- πίεση αίματος : η δύναμη που ασκείται στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων από τις συσπάσεις της καρδιάς
- τον πήραν τα αίματα: αιμορραγεί
- το αίμα νερό δε γίνεται (παροιμία) οι συγγενικοί δεσμοί δεν ξεχνιούνται
- φτύνω αίμα
- χάνω αίμα: αιμορραγώ
- χύνεται αίμα
- χύνω αίμα
- χύνω το αίμα μου
- είναι στο αίμα μου είναι στη φύση μου, είναι γνώρισμα που κληρονόμησα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- αιματο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αιματο- στο Βικιλεξικό
- -αίματος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αίματος στο Βικιλεξικό
- αιμο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αιμο- στο Βικιλεξικό
επίσης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αίμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αίμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)