ικανοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικανοποίηση < ικανοποιώ + -ση < ελληνιστική κοινή ἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ < αρχαία ελληνική ἱκανός (< ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ka.nɔ.ˈpi.i.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ικανοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ικανοποιώ
- η ευχαρίστηση, η ευαρέσκεια που λαμβάνουμε, επειδή πραγματοποιήθηκε κάτι που επιθυμούσαμε ή προσδοκούσαμε
- η εκπλήρωση μιας επιθυμίας ή απαίτησης
- η (υλική ή ηθική) αποζημίωση για κάποια βλάβη ή ζημία που υποστήκαμε
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ικανοποίηση