satisfaction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- satisfaction < λατινική satisfactio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
satisfaction | satisfactions |
satisfaction (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- satisfaction < λατινική satisfactio, επανόρθωση
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
satisfaction | satisfactions |
satisfaction (fr) θηλυκό