αιματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιματώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἱματώδης
- (ιατρικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sanguin[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]αιματώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με αίμα, που έχει τη σύσταση ή το χρώμα του αίματος
- (ιατρική) που περιέχει αίμα σε μεγάλο ποσοστό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιματώδης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αιματώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)