μόχθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μόχθος | οι | μόχθοι |
γενική | του | μόχθου | των | μόχθων |
αιτιατική | τον | μόχθο | τους | μόχθους |
κλητική | μόχθε | μόχθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μόχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόχθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μόχθος αρσενικό
- κούραση, η επίπονη εργασία
- ※ Ὁ κοπετὸς κι' ὁ μόχθος τοὺς ἔγινε συνήθεια,
- παχαίνουν κοιλιόδουλοι,
- καὶ σέρνουν ξεμαλλιάρα στοὺς δρόμους τὴν Ἀλήθεια
- ρακένδυτοι Μπερτόδουλοι.
- (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Δ', τέλος 19ου - αρχές 20 αιώνα)
- το αποτέλεσμα σκληρής εργασίας
- ⮡ ο μόχθος του εργάτη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
μοχθ-
μοχθ-
- άμοχθα (επίρρημα)
- αμόχθητα (επίρρημα)
- αμόχθητος
- άμοχθος
- αμόχθως (παρωχημένο επίρρημα)
- βαρύμοχθος
- επίμοχθα (επίρρημα)
- επίμοχθος
- επιμοχθώ
- επιμόχθως (παρωχημένο επίρρημα)
- μοχθηρά (επίρρημα)
- μοχθηρία
- μοχθηρός
- μοχθηρότητα
- μοχθηρώς (παρωχημένο επίρρημα)
- μοχθώ
- παραμοχθώ
- πολύμοχθα (επίρρημα)
- πολύμοχθος
- πολυμόχθως (παρωχημένο επίρρημα)
- φιλόμοχθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη κόπος
Πηγές
[επεξεργασία]- μόχθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με μοχθ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μόχθος | οἱ | μόχθοι |
γενική | τοῦ | μόχθου | τῶν | μόχθων |
δοτική | τῷ | μόχθῳ | τοῖς | μόχθοις |
αιτιατική | τὸν | μόχθον | τοὺς | μόχθους |
κλητική ὦ! | μόχθε | μόχθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μόχθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μόχθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μόχθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μόχθος αρσενικό
- σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση
- δυσκολία, ταλαιπωρία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1231 (1229-1232)
- ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ | κούφας ἀφροσύνας φέρον, | τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ- | ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
- Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη, | με την ανέμελή της αφροσύνη, | ποιός, πες μου, ποιός μόχθος απέξω μένει; | ποιός κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1231 (1229-1232)
- (στον πληθυντικό) δυσκολιές, βάσανα, δυσχέρειες
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248 (248-249)
- πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
- το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248 (248-249)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
μοχθ-
μοχθ-
- ἀμοχθεί
- ἁμόχθησα
- ἀμόχθητος
- ἄμοχθος
- βαρύμοχθος
- δωδεκάμοχθος
- ἐκμοχθέω
- ἔμμοχθος
- ἐμπεδόμοχθος
- ἐπιμοχθέω
- ἐπιμόχθητος
- ἐπίμοχθος
- εὔμοχθος
- ἡμιμόχθηρος
- κακόμοχθος
- κλυτόμοχθος
- ματαιομοχθέω
- μοχθέω
- μοχθήεις
- μόχθημα
- μοχθηρία
- μοχθηρόομαι
- μοχθηρός
- μοχθητέον
- μοχθητέος
- μοχθίζω
- μοχθόω
- μοχθώδης
- μυριόμοχθος
- περιμοχθέω
- πλησίμοχθος
- πολύμοχθος
- πρασίμοχθος
- προμοχθέω
- πρόμοχθοι
- συμμοχθέω
- συμμοχθηρεύομαι
- ταλαίμοχθος
- ὑπομόχθηρος
- φιλομόχθηρος
- φιλόμοχθος
Πηγές
[επεξεργασία]- μόχθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)