μόχθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μόχθος οι μόχθοι
      γενική του μόχθου των μόχθων
    αιτιατική τον μόχθο τους μόχθους
     κλητική μόχθε μόχθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόχθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόχθος αρσενικό

  1. κούραση, η επίπονη εργασία
  2. το αποτέλεσμα σκληρής εργασίας
    ο μόχθος του εργάτη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
μοχθ- 

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  • → δείτε και τη λέξη κόπος

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόχθος οἱ μόχθοι
      γενική τοῦ μόχθου τῶν μόχθων
      δοτική τῷ μόχθ τοῖς μόχθοις
    αιτιατική τὸν μόχθον τοὺς μόχθους
     κλητική ! μόχθε μόχθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόχθω
γεν-δοτ τοῖν  μόχθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόχθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόχθος αρσενικό

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
μοχθ- 

Πηγές[επεξεργασία]