κόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόπος | οι | κόποι |
γενική | του | κόπου | των | κόπων |
αιτιατική | τον | κόπο | τους | κόπους |
κλητική | κόπε | κόποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπος (αρχική σημασία «χτύπημα»)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόπος αρσενικό
- η κούραση
- (συνεκδοχικά) αμοιβή από εργασία
- ↪ Δικαίωμά σου είναι να ξοδεύεις τον κόπο σου όπως θέλεις.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος
- άδικος κόπος
- αξίζει τον κόπο
- βάζω σε κόπο κάποιον
- δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο
- δεν φείδομαι κόπων ή δεν φείδομαι κόπων και εξόδων
- κάνω τον κόπο ή κάνω έναν κόπο ή μπαίνω στον κόπο
- μάταιος κόπος
- μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων
- οι κόποι μιας ζωής
- πάει στράφι ο κόπος μου
- παίρνω κάτι για το κόπο μου
- τα αγαθά κόποις κτώνται
- τζάμπα ο κόπος ή τζάμπα κόπος
[επεξεργασία]
- -κοπος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κοπος στο Βικιλεξικό
- -κόπος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κόπος στο Βικιλεξικό
- -κοπώ Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κοπώ στο Βικιλεξικό
και
- άκοπα (επίρρημα)
- άκοπος
- ακόπιαστα (επίρρημα)
- ακόπιαστος, ακοπίαστος
- ανεκόπιαστα (επίρρημα)
- κοπιώ
- κοπιάζω
- κοπιαστικά (επίρρημα)
- κοπιαστικός
- κοπιώδης
- κόπωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόπος
[επεξεργασία]
- ↑ κόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές[επεξεργασία]
- κόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- κόπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κόπος'.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόπος | οἱ | κόποι |
γενική | τοῦ | κόπου | τῶν | κόπων |
δοτική | τῷ | κόπῳ | τοῖς | κόποις |
αιτιατική | τὸν | κόπον | τοὺς | κόπους |
κλητική ὦ! | κόπε | κόποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κόπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kep- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kep- (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)