απόκομμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόκομμα (1,2) < (ελληνιστική κοινή) ἀπόκομμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coupon)
- απόκομμα (3) < αποκόβω + -μα, → δείτε -κομμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόκομμα ουδέτερο
- κάτι που κόπηκε από κάπου
- (ειδικότερα) κομμάτι σελίδας που αφαιρέθηκε από έντυπο (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο) και κρατήθηκε σε κάποιο μέρος για περαιτέρω χρήση
- (λαϊκότροπο) απογαλακτισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κομμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)