χρήση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρήση | οι | χρήσεις |
γενική | της | χρήσης & χρήσεως |
των | χρήσεων |
αιτιατική | τη | χρήση | τις | χρήσεις |
κλητική | χρήση | χρήσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρήση < αρχαία ελληνική χρῆσις < χρῶμαι < χρή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρήση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρησιμοποιώ
- (οικονομία) οι οικονομικές δραστηριότητες και δικαιώματα ενός έτους (ή άλλου χρονικού διαστήματος), ιδίως στα πλαίσια προϋπολογισμών και ισολογισμών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μίας χρήσης: που προορίζεται για μία ή λίγες χρήσεις μετά από τις οποίες θα πεταχτεί, όπως πχ. τα ξυραφάκια μιας χρήσης
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρήση