use
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
use | uses |
use (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η χρήση, το να χρησιμοποιώ κάτι
- ⮡ Careless use of the clutch may damage the gears.
- Η απρόσεκτη χρήση του συμπλέκτη μπορεί να προκαλέσει ζημιά στις ταχύτητες.
- ⮡ The room is for staff use only.
- Το δωμάτιο είναι για χρήση του προσωπικού μόνο.
- ⮡ These words are no longer in use.
- Αυτές τις λέξεις δεν είναι πια σε χρήση.
- ≈ συνώνυμα: usage
- ⮡ Careless use of the clutch may damage the gears.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η χρήση, σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται κάτι· τρόπος με τον οποίο κάτι χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί
- ⮡ a tool with many uses - εργαλείο με πολλές χρήσεις
- ⮡ The medicine is for external use.
- Το φάρμακο είναι για εξωτερική χρήση.
- η σημασία, μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση, που χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σημασία
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | use |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uses |
αόριστος | used |
παθητική μετοχή | used |
ενεργητική μετοχή | using |
use (en)