Μετάβαση στο περιεχόμενο

use

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
use uses

use (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η χρήση, το να χρησιμοποιώ κάτι
      Careless use of the clutch may damage the gears.
    Η απρόσεκτη χρήση του συμπλέκτη μπορεί να προκαλέσει ζημιά στις ταχύτητες.
      The room is for staff use only.
    Το δωμάτιο είναι για χρήση του προσωπικού μόνο.
      These words are no longer in use.
    Αυτές τις λέξεις δεν είναι πια σε χρήση.
     συνώνυμα: usage
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η χρήση, σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται κάτι· τρόπος με τον οποίο κάτι χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί
      a tool with many uses - εργαλείο με πολλές χρήσεις
      The medicine is for external use.
    Το φάρμακο είναι για εξωτερική χρήση.
  3. η σημασία, μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση, που χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σημασία
      The verb “to run” has many uses.
    Το ρήμα “τρέχω” έχει πολλές σημασίες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη sense

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας use
γ΄ ενικό ενεστώτα uses
αόριστος used
παθητική μετοχή used
ενεργητική μετοχή using

use (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]