exert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | exert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exerts |
αόριστος | exerted |
παθητική μετοχή | exerted |
ενεργητική μετοχή | exerting |
Ρήμα
[επεξεργασία]exert (en)
ενεστώτας | exert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exerts |
αόριστος | exerted |
παθητική μετοχή | exerted |
ενεργητική μετοχή | exerting |
exert (en)