Μετάβαση στο περιεχόμενο

exert

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας exert
γ΄ ενικό ενεστώτα exerts
αόριστος exerted
παθητική μετοχή exerted
ενεργητική μετοχή exerting

exert (en)

  • ασκώ
      I exert my electoral right.
    Ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη use