Μετάβαση στο περιεχόμενο

employ

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας employ
γ΄ ενικό ενεστώτα employs
αόριστος employed
παθητική μετοχή employed
ενεργητική μετοχή employing

employ (en)

  1. απασχολώ, προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει για πληρωμή
      I employ a hundred workers.
    Απασχολώ εκατό εργάτες.
      I am employing new staff.
    Προσλαμβάνω καινούριο προσωπικό.
     συνώνυμα:  hire, take on και sign on
  2. (επίσημο) χρησιμοποιώ ως μέσο
      I employ my money/my time wisely.
    Χρησιμοποιώ φρόνιμα τα λεφτά μου/το χρόνο μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη use