employed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
employed (en)
- εργαζόμενος, έχω μια δουλειά
- ↪ the employed people - οι εργαζόμενοι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
employed (en)
employed (en)
employed (en)