employed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

employed (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

employed (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]