προσλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσλαμβάνω < αρχαία ελληνική προσλαμβάνω < πρός + λαμβάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσλαμβάνω (παθητική φωνή: προσλαμβάνομαι)

  1. παίρνω κάποιον σε μια θέση εργασίας, του προσφέρω δουλειά
  2. αποκτώ μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό
    το σκάνδαλο προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]