εργασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εργασία | οι | εργασίες |
γενική | της | εργασίας | των | εργασιών |
αιτιατική | την | εργασία | τις | εργασίες |
κλητική | εργασία | εργασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐργασία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργασία θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος εργάζομαι, η απασχόληση με ένα συγκεκριμένο έργο, η ανθρώπινη δραστηριότητα που αποσκοπεί στην παραγωγή ενός προϊόντος, υλικού ή πνευματικού
- το επάγγελμα ενός ανθρώπου
- ο τόπος ή ο φορέας (εταιρεία, οργανισμός, επιχείρηση, κατάστημα, συνεργείο κλπ) στον οποίο κάποιος εργάζεται
- το σύνολο των εργαζομένων με εξαρτημένη σχέση
- για μια ακόμη φορά ήρθαν αντιμέτωποι το κεφάλαιο και η εργασία
- (στην εκπαίδευση) γραπτό δοκίμιο ή κατασκευή που πρέπει να συντάξει ή να κατασκευάσει ένας σπουδαστής ή μαθητής με προσωπική έρευνα στο πλαίσιο των μαθημάτων του
- ο καθηγητής μου ζήτησε να έχω ολοκληρώσει την εργασία μου μέχρι το τέλος της εβδομάδας
- (πληροφορική) job: ή σύνολο εργασιών που εκτελείται αυτόματα και προσχεδιασμένα, χωρίς την μεσολάβηση του χρήστη
- (πληροφορική) process: ο όρος εργασία χρησιμοποιείται μερικές φορές αντί του διεργασία[1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- εργάζομαι
- εργάτης
- εργασιακός
- → και δείτε τη λέξη έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργασία
[επεξεργασία]
- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 32 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)