εργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐργασία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργασία οι εργασίες
      γενική της εργασίας των εργασιών
    αιτιατική την εργασία τις εργασίες
     κλητική εργασία εργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐργασία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργασία θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος εργάζομαι, η απασχόληση με ένα συγκεκριμένο έργο, η ανθρώπινη δραστηριότητα που αποσκοπεί στην παραγωγή ενός προϊόντος, υλικού ή πνευματικού
     συνώνυμα: δουλειά
  2. το επάγγελμα ενός ανθρώπου
     συνώνυμα: δουλειά
  3. ο τόπος ή ο φορέας (εταιρεία, οργανισμός, επιχείρηση, κατάστημα, συνεργείο κλπ) στον οποίο κάποιος εργάζεται
     συνώνυμα: δουλειά
  4. το σύνολο των εργαζομένων με εξαρτημένη σχέση
    για μια ακόμη φορά ήρθαν αντιμέτωποι το κεφάλαιο και η εργασία
  5. (στην εκπαίδευση) γραπτό δοκίμιο ή κατασκευή που πρέπει να συντάξει ή να κατασκευάσει ένας σπουδαστής ή μαθητής με προσωπική έρευνα στο πλαίσιο των μαθημάτων του
    ο καθηγητής μου ζήτησε να έχω ολοκληρώσει την εργασία μου μέχρι το τέλος της εβδομάδας
  6. (πληροφορική) job: ή σύνολο εργασιών που εκτελείται αυτόματα και προσχεδιασμένα, χωρίς την μεσολάβηση του χρήστη
  7. (πληροφορική) process: ο όρος εργασία χρησιμοποιείται μερικές φορές αντί του διεργασία[1]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 32 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019