κατεργασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατεργασία < (ελληνιστική κοινή) κατεργασία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατεργασία θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατεργάζομαι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατεργασία