job
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
job (en)
- δουλειά
- (πληροφορική) εργασία, ή σύνολο εργασιών που εκτελείται αυτόματα και προσχεδιασμένα, χωρίς την μεσολάβηση του χρήστη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- job < (άμεσο δάνειο) αγγλική job
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
job (fr) αρσενικό