between jobs
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
between jobs (en)
- (ιδιωματισμός, ευφημισμός) άεργος, άνεργος για μικρό χρονικό διάστημα
- ↪ For the time being, I am between jobs.
- Για την ώρα είμαι άεργος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unemployed
- ↪ For the time being, I am between jobs.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο κόσμος το λέει αυτό για να αποφύγει να πει «unemployed»