unemployed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]unemployed (en) (χωρίς παραθετικά)
- άεργος, χωρίς δουλειά αν και είμαι σε θέση να εργαστώ
- ↪ For the time being, I am unemployed.
- Για την ώρα είμαι άεργος.
- ↪ the unemployed - οι άεργοι
- ≈ συνώνυμα: between jobs, idle και jobless
- ↪ For the time being, I am unemployed.
Πηγές
[επεξεργασία]- unemployed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 15. ISBN 9780194325684., λήμμα: άεργος