unemployed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unemployed < un- + employed

Επίθετο

[επεξεργασία]

unemployed (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άεργος, χωρίς δουλειά αν και είμαι σε θέση να εργαστώ
    For the time being, I am unemployed.
    Για την ώρα είμαι άεργος.
    the unemployed - οι άεργοι
     συνώνυμα:  between jobs, idle και jobless