jobless
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]jobless (en) (χωρίς παραθετικά)
- άνεργος, χωρίς δουλειά
- ⮡ I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.
- Δεν είμαι τεμπέλης κι όμως είμαι άεργος επί μήνες.
- ⮡ the jobless - οι άεργοι
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unemployed
- ⮡ I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.