Μετάβαση στο περιεχόμενο

jobless

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jobless < job + -less

Επίθετο

[επεξεργασία]

jobless (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άνεργος, χωρίς δουλειά
      I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.
    Δεν είμαι τεμπέλης κι όμως είμαι άεργος επί μήνες.
      the jobless - οι άεργοι
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unemployed