Μετάβαση στο περιεχόμενο

άνεργος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἄνεργος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνεργος η άνεργη το άνεργο
      γενική του άνεργου της άνεργης του άνεργου
    αιτιατική τον άνεργο την άνεργη το άνεργο
     κλητική άνεργε άνεργη άνεργο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνεργοι οι άνεργες τα άνεργα
      γενική των άνεργων των άνεργων των άνεργων
    αιτιατική τους άνεργους τις άνεργες τα άνεργα
     κλητική άνεργοι άνεργες άνεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άνεργος < αν- + έργο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική arbeitslos

Επίθετο

[επεξεργασία]

άνεργος, -η, -ο

  1. (ουσιαστικοποιημένο) που (προσωρινά) δεν απασχολείται επαγγελματικά, που δε βρίσκει δουλειά, ενώ ψάχνει να βρει
      Όπως ο εκκεντρικός άνεργος ή ο συμβασιούχος γίνονται θέαμα μέσα από πράξεις αυτοεξευτελισμού (π.χ. τηλεοπτικά μεταδιδόμενη απόπειρα αυτοκτονίας ή αυτοβασανισμός ή δημόσια έκθεση οικογενειακών δυσλειτουργιών), έτσι και ο τηλεσχολιαστής αυτοσκηνοθετείται για τις ανάγκες του θεάματος (Χαρίδημος Τσούκας, Η τραγωδία των κοινών. Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, εκδ. Ίκαρος, 2015)
      Όπως είναι φανερό, η διαρθρωτική ανεργία δημιουργείται από τη δυσαναλογία προσφοράς και ζήτησης των διαφόρων ειδικεύσεων. Η μείωσή της απαιτεί επανεκπαίδευση των ανέργων, ώστε να αποκτήσουν τις ειδικεύσεις στις οποίες υπάρχει έλλειψη. (Θεόδωρος Π. Λιανός, Απλά μαθήματα οικονομίας, εκδ. Παπαζήσης, 2015)
  2. (παρωχημένο) αχρησιμοποίητος
  3. (παρωχημένο) άχρηστος
  4. (παρωχημένο) (σπάνιο) άεργος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]