άνεργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άνεργος < αν- + έργο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική arbeitslos
Επίθετο[επεξεργασία]
άνεργος, -η, -ο
- (ουσιαστικοποιημένο) που (προσωρινά) δεν απασχολείται επαγγελματικά, που δε βρίσκει δουλειά, ενώ ψάχνει να βρει
- (παρωχημένο) αχρησιμοποίητος
- (παρωχημένο) άχρηστος
- (παρωχημένο) (σπάνιο) άεργος
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άνεργος
|