άνεργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνεργος | η | άνεργη | το | άνεργο |
γενική | του | άνεργου | της | άνεργης | του | άνεργου |
αιτιατική | τον | άνεργο | την | άνεργη | το | άνεργο |
κλητική | άνεργε | άνεργη | άνεργο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνεργοι | οι | άνεργες | τα | άνεργα |
γενική | των | άνεργων | των | άνεργων | των | άνεργων |
αιτιατική | τους | άνεργους | τις | άνεργες | τα | άνεργα |
κλητική | άνεργοι | άνεργες | άνεργα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνεργος < αν- + έργο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική arbeitslos
Επίθετο
[επεξεργασία]άνεργος, -η, -ο
- (ουσιαστικοποιημένο) που (προσωρινά) δεν απασχολείται επαγγελματικά, που δε βρίσκει δουλειά, ενώ ψάχνει να βρει
- (παρωχημένο) αχρησιμοποίητος
- (παρωχημένο) άχρηστος
- (παρωχημένο) (σπάνιο) άεργος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άνεργος
|