δουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουλειά | οι | δουλειές |
γενική | της | δουλειάς | των | δουλειών |
αιτιατική | τη | δουλειά | τις | δουλειές |
κλητική | δουλειά | δουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δουλειά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δουλειά < ελληνιστική κοινή δουλεία < αρχαία ελληνική δουλεία < δουλεύω < δοῦλος. Συγκρίνετε με το δουλεία.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðuˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐λειά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουλειά θηλυκό
- η ενέργεια του δουλεύω, η εργασία
- ↪ με σκληρή δουλειά πέτυχε ό,τι πέτυχε στη ζωή του
- η εργασία, το επάγγελμα
- ↪ τι δουλειά κάνεις;
- η εργασία, ο τόπος ή ο φορέας (εταιρεία, οργανισμός, επιχείρηση, κατάστημα, συνεργείο κλπ) στον οποίο κάποιος εργάζεται
- ↪ πηγαίνω στη δουλειά μου με το λεωφορείο
- πληθυντικός η οικονομική-επιχειρηματική συνεργασία και δοσοληψία
- ↪ η εταιρεία του κάνει δουλειές με τους Γερμανούς
- το προϊόν της (πνευματικής και καλλιτεχνικής κυρίως) εργασίας
- ↪ Ο γνωστός ζωγράφος θα παρουσιάσει στη γκαλερί τάδε την καινούρια του δουλειά.
- η ανάμειξη κάποιου σε μια υπόθεση, ο ρόλος που μπορεί να παίξει σ' αυτήν
- ↪ τι δουλειά έχεις εσύ μ' αυτόν τον παλιάνθρωπο; (γιατί σχετίζεσαι μαζί του;)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δουλειές με φούντες: προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα
- ανοίγω δουλειές: προσθέτω νέες υποχρεώσεις
- ξέρω την δουλειά μου: ξέρω τι κάνω
- τι δουλειά έχεις εδώ;: τι θες εδώ;
- κοιτάω τη δουλειά μου:: δεν ασχολούμαι με πράγματα που δεν με αφορούν· δεν με νοιάζει τι γίνεται αλλού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'δουλειά' στο Βικιλεξικό
- όπως ενδεικτικά βρομοδουλειά, παλιοδουλειά, χοντροδουλειά
- λήγουν σε -δουλειά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-δουλειά»
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δουλειά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουλειά θηλυκό
- άλλη μορφή του δουλεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)