emploi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
emploi emplois

emploi (fr) αρσενικό

  1. η χρήση
  2. η θέση εργασίας, η δουλειά, η απασχόληση

Συγγενικά

[επεξεργασία]