emploi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
emploi | emplois |
emploi (fr) αρσενικό
- η χρήση
- η θέση εργασίας, η δουλειά, η απασχόληση